υπολειτουργώ

υπολειτουργώ
Ν [λειτουργώ]
λειτουργώ πλημμελώς («τα περισσότερα τμήματα τού εργοστασίου υπολειτουργούν λόγω κακής συντήρησης τών μηχανών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπολειτουργία — η, Ν [υπολειτουργώ] πλημμελής, ελλιπής λειτουργία (α. «η υπολειτουργία τής υπηρεσίας οφείλεται στην έλλειψη προσωπικού» β. «υπολειτουργία τού αδένα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”